Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

να το κάνετε

  • 1 επιθυμώ

    (ε) μετ.
    1) желать, хотеть;

    επιθυμώ σφοδρά — гореть желанием;

    επιθυμώ τό αδύνατο — желать невозможного;

    επιθυμώ να το κάνετε αυτό — я хочу, чтобы вы сделали это;

    2) скучать (по ком-л.);

    πολύ σ' επιθυμήσαμε — мы по тебе очень соскучились;

    3) хотеть, требовать;

    επιθυμώ να εκτελείτε ότι διατάσσω — я хочу, чтобы вы выполняли мой приказы;

    § τί επιθυμείτε; — что вам угодно?;

    όπως επιθυμείτε — как вам угодно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επιθυμώ

  • 2 έτσι

    1. επίρρ. так, таким образом;

    κάνε έτσι — сделай так;

    κάνε έτσι πού... — сделай так, чтобы...;

    μην κάνετε έτσι — не делайте так;

    ας γίνει έτσι — так тому и быть;

    έτσι δεν γίνεται δουλειά — так дело не пойдёт;

    πώς έτσι; — как же так? πώς έγινε έτσι; — как это случилось?;

    καί έτσι είναι — так оно и есть;

    δεν είναι έτσι — это не так;

    έτσι δεν είναι; — не так ли?;

    έτσι έ; — значит так?;

    κι' έτσι — итак;

    έτσι όπως πρέπει — так как следует;

    έτσι είμαι εγώ — таков я;

    με το έτσι θέλω — произвольно, явочным порядком;

    έτσι πού λες — вот какие дела;

    τό είπα έτσι — или έτσι τό είπα — я просто так это сказал;

    έτσι ακριβώς το είπα — я сказал именно так;

    § έτσι κι' έτσι — а) так себе, средне; — б) так или иначе; — во всяком случае; — всё равно;

    πώς είσθε;

    ------ κι' έτσι — как поживаете?— так себе;

    έτσι κι' έτσι δεν πρόκειται να ωφεληθώ ( — так или иначе) всё равно я ничего не выгадаю;

    έτσι είτε αλλιώς — так или иначе;

    κι' έτσι κι' αλλ(ο)ιώς — так или иначе;

    έτσι καί είναι — так и есть, это правда;

    τό δίνουν έτσι — бесплатно, даром дают;

    2. σύνδ.
    1) как только; когда, после того как;

    έτσι πείς — как только скажешь;

    έτσι εχάραξε η α,ύγή — как только занялась заря;

    έτσι φύγει ο παππάς — когда уйдёт отец;

    2) если;

    έτσι θελήσεις — если захочешь;

    έτσι τό μάθει αυτός — если он узнает об этом;

    § έτσι πού — или έτσι ώστε — так чтобы.

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έτσι

  • 3 ησυχία

    η
    1) спокойствие, тишина, мир; покой;

    διατάραξη της κοινής ησυχίας και τάξεως — нарушение общественной тишины и порядка;

    εδώ έχω την ησυχία μου — здесь меня никто и ничто не беспокоит;

    είναι ησυχία — тихо;

    2) спокойствие, безмятежность;

    κάνετε λίγο ησυχία! — замолчите, пожалуйста!, помолчите немного!;

    πάμε να κουβεντιάσουμε πέρα εκεί στην ησυχία — пойдём туда, там мы сможем поговорить спокойно;

    3) покой, отдых;

    πουθενά δεν βρίσκω ησυχία — я нигде не нахожу покоя;

    ησυχία δεν έχει αυτό το παιδί — это очень неспокойный ребёнок;

    § με την ησυχία μου (σου...) — спокойно, не спеша;

    τί νέα;
    — Ησυχία! какие новости? — Ничего особенного;

    ησυχία! тихо!;

    άφησέ με στην ησυχία μου — оставь меня в покое

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ησυχία

  • 4 λάθος

    το ошибка; промах; погрешность; заблуждение;

    τυπογραφικό λάθος — опечатка;

    κάνω λάθος — ошибаться, заблуждаться;

    κάνετε λάθ — вы ошибаетесь;

    τό λάθος είναι δικό σας — это ваша вина;

    κατά λάθος — или εκ λάθους — по ошибке, ошибочно;

    γίνεται λάθος — здесь что-то не так;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λάθος

  • 5 ξέρω

    (παρατ ήξερα) μη.
    1) знать;

    ξέρω τη δουλειά μου — знать своё дело;

    δεν ξέρω — я не знаю;

    δεν ξέρω τί να κάνω — не знаю, что делать;

    απ' ότι ξέρω — насколько я знаю, насколько мне известно;

    δεν θέλω να τον ξέρω — я его знать не хочу;

    ξέρω γράμματα — знать грамоту, быть грамотным;

    ξέρω την αξία μου — знать себе цену;

    με ξέρεις και σε ξέρω — мы друг друга хорошо знаем;

    ξέρω απ' έξω — знать наизусть;

    ξέρω απέξω κι' ανακατωτά — знать назубок, знать вдоль и поперёк;

    δεν ξέρω γιατί — почему-то;

    ποιός (τον) ξέρει — кто его знает;

    πού να ξέρεις ( — или ποιός ξέρει) — почём знать;

    κάνετε όπως ξέρετε — делайте, как знаете;

    2) уметь;

    ξέρω να γράφω — уметь писать;

    δεν ξέρω — я не умею;

    3) быть знакомым с кем-л.;
    знать кого-л.; ξερόμαστε мы знакомы;

    § δεν ξέρег τί τού γίνεται — или δεν ξέρει πού πάν τα τέσσερα — а) он круглый невежда; — б) он совсем не в курсе дела;

    τό ξέρει νεράκι — это он знает как свои пять пальцев, он знает это очень хорошо;

    αυτό το ξέρει κ' η γάτα μας — это давно всем известно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ξέρω

См. также в других словарях:

  • κάνετε — καίνω kill aor imperat act 2nd pl καίνω kill aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στεγάζεται από το 1962 σ’ ένα λιτό κτίριο στο κέντρο της πόλης (Μανόλη Ανδρόνικου 6), που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η αρχική έκθεση των ευρημάτων, που ολοκληρώθηκε το 1971,… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

  • αθέτηση — η 1. παράβαση, καταπάτηση των συμφωνημένων: Αυτό που κάνετε αποτελεί αθέτηση της συμφωνίας μας. 2. απόρριψη κειμένου (ολόκληρου ή μέρους) ως νόθου: Η αθέτηση του κομματιού αυτού είναι αστήριχτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κασιδιάρης, -α — και ισσα, ικο αυτός που πάσχει από κασίδα: Να μην κάνετε παρέα μ αυτόν τον κασιδιάρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πράγμα — πράγμα, το και πράμα, το, ατος 1. καθετί που έχει κάποιος. 2. εμπόρευμα: Το πράγμα είναι ακόμα στο τελωνείο. 3. γεγονός, πράξη, λόγος, διαγωγή: Τι πράγματα είναι αυτά που κάνετε; 4. κατάσταση γενικά: Τα πράγματα δεν πάνε καλά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τιμή — η 1. εκδήλωση εκτίμησης, υπόληψη, σεβασμός: Τιμή στους προγόνους μας. 2. πληθ., τιμές, οι εκδηλώσεις σεβασμού, ιδιαίτερης διάκρισης: Στρατιωτικές τιμές. 3. ό,τι εξυψώνει κάποιον στα μάτια του άλλου, αίγλη: Μου κάνετε τιμή που έρχεστε στο φτωχικό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἱκάνετε — ἱ̱κάνετε , ἱκάνω come imperf ind act 2nd pl ἱκάνω come pres imperat act 2nd pl ἱκάνω come pres ind act 2nd pl ἱκάνω come imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»